κρόμμυο

κρόμμυο
το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον)
κρεμμύδι
αρχ.
στον πληθ. τὰ κρόμμυα
τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα (κρομ-) τής ΙΕ ρίζας *krem- «είδη κρεμμυδιού και σκόρδου» και «είδος τού φυτού σόρβος». Ο αρχικός τ. είναι πιθ. κρόμμυον (πρβλ. αρχ. τοπωνύμιο Κρομμυών), από τον οποίο προήλθε ο τ. κρέμμυον με ανομοίωση (κατ' άλλους συνέβη το αντίθετο: ο τ. κρόμμυον σχηματίστηκε από τον τ. κρέμμυον με αφομοίωση). Ο αναδιπλασιασμός (-μμ-) τών τ. παραμένει ανερμήνευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”