- κρόμμυο
- το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον)κρεμμύδιαρχ.στον πληθ. τὰ κρόμμυατόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα (κρομ-) τής ΙΕ ρίζας *krem- «είδη κρεμμυδιού και σκόρδου» και «είδος τού φυτού σόρβος». Ο αρχικός τ. είναι πιθ. κρόμμυον (πρβλ. αρχ. τοπωνύμιο Κρομμυών), από τον οποίο προήλθε ο τ. κρέμμυον με ανομοίωση (κατ' άλλους συνέβη το αντίθετο: ο τ. κρόμμυον σχηματίστηκε από τον τ. κρέμμυον με αφομοίωση). Ο αναδιπλασιασμός (-μμ-) τών τ. παραμένει ανερμήνευτος].
Dictionary of Greek. 2013.